ὀκτώφορος

ὀκτώφορος
ὀκτώ-φορος, ον,
A borne by eight, octophorus lectica or octophorus alone, a litter carried by eight, Cic.Verr.5.11.27, QF2.8.2 ; oct[acaron]phorus, Mart.6.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οκτώφορος — ὀκτώφορος και ὀκτάφορος, ον (Α) 1. (για φορητή κλίνη ή για φορείο ασθενών) αυτός που μεταφέρεται από οκτώ 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὀκτώφορος και τὸ ὀκτώφορον είδος φορείου ή οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • οκτάφορος — ὀκτάφορος, ον (Α) βλ. οκτώφορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”